- ἐκτεταριχευμένος
- ἐκτεταρῑχευμένος , ἐκ-ταριχεύωpreserve the body by artificial meansperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκταριχεύω — ἐκταριχεύω (Μ) 1. ταριχεύω 2. (το παθ. μτφ.) γίνομαι από την ασιτία κάτισχνος, σαν μούμια («ἐκτεταριχευμένος ἀπαστίᾳ» σαν μούμια, σαν τσίρος από την πείνα, Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek